- ἱερότροχος
- ἱερό-τροχος, ον, ἅρμα ἱ.A sacred car, Orph.H.14.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιερότροχος — ἱερότροχος, ον (Α) (μόνο στη φρ.) «ἱερότροχον ἅρμα» ιερό άρμα που χρησιμοποιούσαν σε εορτές και πανηγύρεις, (Ορφ. Ύμν.) … Dictionary of Greek
ἱερότροχον — ἱερότροχος sacred masc/fem acc sg ἱερότροχος sacred neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας … Dictionary of Greek